Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρακληΐω — Α ιων. τ. βλ. παρακλείω … Dictionary of Greek
παρακλείω — και ιων. τ. παρακληΐω Α 1. κλείνω έξω, αποκλείω 2. κλείνω κάποιον στη φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλείω «κλείνω»] … Dictionary of Greek